- αλκαλινουρία
- η (Φυσιολ.)η αποβολή από τον οργανισμό ούρων με αλκαλική αντίδραση. Είναι αποτέλεσμα φυσιολογικής αντίδρασης τού οργανισμού, για να αποκαταστήσει την οξεοβασική ισορροπία τού ορρού τού αίματος (π.χ. στην αναπνευστική αλκάλωση).[ΕΤΥΜΟΛ. < alkalinuria, νεολατιν. επιστημον. όρος. < alkaline (πρβλ. αλκαλικός) + -uria < -ουρία].
Dictionary of Greek. 2013.